σκοπιήτης

σκοπιήτης
ὁ, Α [σκοπιά / σκοπιή]
1. (κυρίως ως προσωνυμία τού Πανός) αυτός που κατοικεί στα βουνά, ορεσίβιος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «κατάσκοπος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκοπιήτης — highlander masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπιῆτα — σκοπιήτης highlander masc voc sg σκοπιήτης highlander masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”